πετρώδη

πετρώδη
πετρώδης
like rock
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
πετρώδης
like rock
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
πετρώδης
like rock
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ουράλια — Ορεινή αλυσίδα της Ρωσίας, που εκτείνεται, σε διεύθυνση από Β προς Ν, επί 2000 και πλέον χιλιόμετρα από την αρκτική τούνδρα έως την αραλοκασπιανή στέπα. Τα όρη αυτά, που έχουν μέτριο ύψος (η ψηλότερη κορυφή Ναρόντναγια έχει ύψος 1.894 μ., αλλά το …   Dictionary of Greek

  • Υεμένη — Η Yεμένη βρίσκεται στο νότιο άκρο της Aραβικής Xερσονήσου. Συνορεύει με τη Σαουδική Aραβία στα βόρεια και το Oμάν στα ανατολικά.Συνορεύει με τη Σαουδική Aραβία στα βόρεια και το Oμάν στα ανατολικά.Oι πρώτοι μουσουλμάνοι που ζούσαν γύρω από τη… …   Dictionary of Greek

  • πετροπέρδικα — (alectoris graeca). Με το χαρακτηρισμό αυτό είναι γνωστό ένα είδος πέρδικας, που ζει αποκλειστικά σε πετρώδη και δύσβατα μέρη. Στην Ελλάδα οι π. είναι το συνηθέστερο είδος πέρδικας που ζει στη χώρα. Η π. είναι μέσου μήκους 33 εκ., με… …   Dictionary of Greek

  • Καζακστάν — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Καζακστάν Παλαιότερη ονομασία: Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Καζακστάν (1925 91) Έκταση: 2.717.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 16.741.519 (2002) Πρωτεύουσα: Αστάνα (319.300 κάτ. το 1999)Κράτος της κεντρικής Ασίας.… …   Dictionary of Greek

  • Onciale 0164 — Manuscrits du Nouveau Testament Papyri • Onciale • Minuscules • Lectionnaire Onciale 0164 texte Évangile selon Matthieu † langue Grec ancien Copte date …   Wikipédia en Français

  • AEGILIPS — urbs Acarnaniae. Strabo. Et locus in Epiro. Steph. Αἰγίλιψ, πλησίον Κροκυλείας τῆς Η᾿πείρου. Ο῞μηρος Il. β. v. 633. Καὶ Κροκύλειαις; ενέμοντο, καὶ Αἰγίλιπα τρηχεῖαν. Εἴληχε δὲ την` προτηγορίκν διὰ τό μετρώδη (Meursius πετρώδη) εἶναι, καὶ ὑψηλην` …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ARACYNTHUS — mons Acarnaniae. Plinio l. 4. c. 2. Boeotiae Stephano. Sed legendum Αἰτωλίας. Casaubon. Vibius Sequester Atticae tribuit, Servius Thebis, Eustath. in Dionys. Aetiliae; Sunt etiam qui Arcadiae montem faciunt, sed falso; nam in Vibio legendum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Κρόνος — I Προελληνική θεότητα. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ήταν ο νεότερος από τους Τιτάνες, γιος του Ουρανού και της Γαίας και πατέρας του Δία. Κατά τη Θεογονία του Ησίοδου, με προτροπή της Γαίας ευνούχισε τον πατέρα του και ανέλαβε ο ίδιος τη διακυβέρνηση …   Dictionary of Greek

  • έδαφος — Το ανώτερο επιφανειακό στρώμα της Γης, μεταξύ του μητρικού πετρώματος και της ατμόσφαιρας, μέσα στο οποίο αναπτύσσονται τα φυτά. Το ε. είναι συνεχόμενο λεπτό στρώμα που καλύπτει τον φλοιό της Γης, εκτός από τους βράχους, τις γυμνές βουνοπλαγιές,… …   Dictionary of Greek

  • έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”